Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανϑρωποτάτων πόλεων οὖσα

См. также в других словарях:

  • ολιγάνθρωπος — η, ο (Α ὀλιγάνθρωπος, ον) 1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.) 2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»