-
1 ὀλιγ-άνθρωπος
ὀλιγ-άνθρωπος, = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανϑρωποτάτων πόλεων οὖσα.
См. также в других словарях:
ολιγάνθρωπος — η, ο (Α ὀλιγάνθρωπος, ον) 1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.) 2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην… … Dictionary of Greek